λομβαρδικός

λομβαρδικός
και λογγοβαρδικός, -ή, -ό [Λομβαρδός]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Λομβαρδία ή στους Λομβαρδούς («λομβαρδική σχολή»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… …   Dictionary of Greek

  • λογγοβαρδικός — ή, ό βλ. λομβαρδικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”